"Μια φορά, δύο βατραχάκια έπεσαν σ’ ένα βάζο με αφρόγαλο.
Αμέσως κατάλαβαν ότι βούλιαζαν. Ήταν αδύνατο να κολυμπήσουν ή να επιπλεύσουν για πολύ μέσα σ’ εκείνη την πηχτή μάζα που έμοιαζε με κινούμενη άμμο.
Στην αρχή, τα βατραχάκια χτυπούσαν με μανία τα πόδια τους για να φτάσουν στην άκρη του δοχείου. Όμως, ήταν ανώφελο. Απλώς πλατσούριζαν στο ίδιο σημείο και βυθίζονταν περισσότερο. Ένιωθαν ότι γινόταν όλο και δυσκολότερο ν’ ανέβουν στην επιφάνεια και ν’ αναπνεύσουν.
Το ένα φώναξε: «Δεν μπορώ άλλο. Είναι αδύνατον να βγεις από εδώ. Σ’ αυτό το υλικό δεν μπορείς να κολυμπήσεις. Αφού θα πεθάνω, δεν βλέπω γιατί πρέπει να παρατείνω το βάσανό μου. Τί νόημα έχει να πεθάνεις εξαντλημένος από μια στείρα προσπάθεια;»
Μόλις το είπε αυτό, έπαψα να χτυπάει τα πόδια του και βυθίστηκε αμέσως. Το κατάπιε κυριολεκτικά το πηχτό άσπρο υγρό.
Το άλλο βατραχάκι, πιο επίμονο και ίσως πιο πεισματάρικο, σκέφτηκε: «Δεν γίνεται! Δεν υπάρχει τρόπος να κουνηθείς μέσα σ’ αυτό το πράγμα. Ωστόσο, παρόλο που ο θάνατος πλησιάζει, προτιμώ να παλέψω ως την τελευταία μου πνοή. Δεν θέλω να πεθάνω ούτε δευτερόλεπτο πριν την ώρα μου».
Συνέχισε να προσπαθεί και να πλατσουρίζει στο ίδιο σημείο, δίχως να προχωρεί ούτε εκατοστό ώρες και ώρες.
Και ξαφνικά, τόσο που χτυπούσε τα πόδια του, το αφρόγαλο έπηξε κι έγινε βούτυρο.
Έκπληκτο, το βατραχάκι πήδηξε και πατινάροντας έφτασε στην άκρη του δοχείου. Και γύρισε στο σπίτι του κοάζοντας χαρούμενο."