Ο βλάχος επιστρέφει απ' την πόλη και διηγείται...
..και πάω που λέτε σ' ένα μεγάλο κτίριο με ωραία φώτα, καθρέπτες, πράματα. και με βλέπει μία τσούπρα και με ρωτάει. «μανικιούρ;», «μανικιούρ» λέω κι εγώ, μη νομίζει κιόλας ότι είμαι κανένας βλάχος.. και με βουτάει ρε παιδιά και μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου βάζει κρέμες, πράματα, λίμες, κοιτάτε ρε τι ωραία που μου τάκανε τα νύχια...
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
-Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «πεντικιούρ;». Πεντικιούρ λέω κι εγώ. Και με βουτάει, και μου τρίβει τα πόδια με λίμες, με πράματα, και κοίτα πως μου τάκανε.
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «περμανάντ;». Περμανάντ λέω κι εγώ. Και με βουτάνε δυό και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πως μου κάνανε το μαλλί; ε; ωραίο;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και αμέσως μετά έρχεται μια άλλη και με ρωτάει «μιζανπλί;». Μιζανπλί λέω κι εγώ. Και με βουτάει άλλη μια και μου τρίβει το μαλλί από δω, μου το τραβάει από κει, βάζει κάτι πινέλα κάτι πράματα. και κοίτα χρώμα;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και βγαίνω έξω και όλοι με κοιτάγανε και κοίταγα κι εγώ με καμάρι, και μου χαμογελάγανε, και χαμογέλαγα κι εγώ, και έρχονται δυό παλληκάρια και με ρωτάνε «τραβεστί;». Τραβεστί λέω κι εγώ.. Αλλά αυτό πονάει..
..και πάω που λέτε σ' ένα μεγάλο κτίριο με ωραία φώτα, καθρέπτες, πράματα. και με βλέπει μία τσούπρα και με ρωτάει. «μανικιούρ;», «μανικιούρ» λέω κι εγώ, μη νομίζει κιόλας ότι είμαι κανένας βλάχος.. και με βουτάει ρε παιδιά και μου πιάνει τα χέρια από δω, από κει, μου βάζει κρέμες, πράματα, λίμες, κοιτάτε ρε τι ωραία που μου τάκανε τα νύχια...
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
-Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «πεντικιούρ;». Πεντικιούρ λέω κι εγώ. Και με βουτάει, και μου τρίβει τα πόδια με λίμες, με πράματα, και κοίτα πως μου τάκανε.
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και δεν κοντάω να πάω παρακεί και έρχεται μια άλλη και μου λέει «περμανάντ;». Περμανάντ λέω κι εγώ. Και με βουτάνε δυό και με βάζουν κάτω και με λούζουν και με τρίβουν και κοίτα πως μου κάνανε το μαλλί; ε; ωραίο;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και αμέσως μετά έρχεται μια άλλη και με ρωτάει «μιζανπλί;». Μιζανπλί λέω κι εγώ. Και με βουτάει άλλη μια και μου τρίβει το μαλλί από δω, μου το τραβάει από κει, βάζει κάτι πινέλα κάτι πράματα. και κοίτα χρώμα;
-Άντε ρε παιδί μου, και δε μου λες, πονάει αυτό;
- Όχι ρε τι λέτε, τρομερό είναι. και βγαίνω έξω και όλοι με κοιτάγανε και κοίταγα κι εγώ με καμάρι, και μου χαμογελάγανε, και χαμογέλαγα κι εγώ, και έρχονται δυό παλληκάρια και με ρωτάνε «τραβεστί;». Τραβεστί λέω κι εγώ.. Αλλά αυτό πονάει..