ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΤΥΡΟΠΙΤΑΚΙΑ
Αν η γαστρονομική καρδιά του Έλληνα πρέπει να κοπεί στη μέση, θαρρώ πως στο ένα της μισό θα τρώει σουβλάκι και στο άλλο τυρόπιτα. Το σνακ της 10ης πρωινής-και όχι μόνο-αντιστέκεται και αντέχει, βάζει κάτω ό,τι καινούριο έρχεται να την εκθρονίσει, τις τορτίγιες, τα ντόνατς και τί να της πει τώρα το μπέιγκελ με σολομό…
Σπιτική ή trashοφτιαγμένη με τις χειρότερες μαργαρίνες του κόσμου, αποκλείεται να της αντισταθείς-να ’ναι το χρυσαφένιο χρώμα της, η τραγανή, θριφτή υπόσχεση, η μια φυλλένια μπουκιά για να περάσεις μετά στην επόμενη, την τυρένια, να’ναι η μνήμη; Της καντίνας του σχολείου, του γιορτινού ταψιού της μαμάς; Με φύλλο κρούστας, με ζύμη κουρού, με φύλλο χωριάτικο ή με σφολιάτα η καθεμιά έχει τους φίλους και τους φανατικούς της (για την ακρίβεια όλες μαζί). Προσωπικά δίνω το ένα μου χέρι για πάρτη της. Θα τη δοκιμάσω παντού, όπου κι αν τη δω να μου γνέφει μέσα από κάποια βιτρίνα, θα την πάρω ακόμη κι αν ξέρω από πριν ότι δεν πρόκειται να βγει ούτε καν επιλαχούσα στα καλλιστεία. Αν πρέπει να θυμηθώ την καλύτερη, θα διαλέξω εκείνη τη φουσκωτή και τραγανή που έβρισκες στις καντίνες των παλιών πλοίων κάθε γραμμής, τότε που σε όλο το καράβι το μόνο φαγώσιμο ήταν η χάρη της, πατατάκια-που ναι, ταίριαζαν μαζί της-σάντουιτς ζαμπόν τυρί και φραπεδιά. Μπορεί μόνη μου ν’ανοίγω το καλύτερο φύλλο, ωστόσο εγώ προτιμώ τις «έτοιμες».
Το μόνο που με θλίβει είναι πια η ευτέλεια της ποιότητας, η κάθε γωνιά και τυροπιτάδικο που δεν νοιάζεται για τα υλικά της, εκείνη η παγωμένη λιπαρότητα στο λαιμό που σε ακολουθεί όλη την υπόλοιπη μέρα, σαν τιμωρία στην αμαρτία σου.